- ακρόγωνος
- ἀκρόγωνος, -ον (AM)ο ακρογωνιαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρογωνιαίος — α, ο (Α ἀκρογωνιαῑος, α, ον, Μ και ἀκρόγωνος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές 2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος» α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου β) στήριγμα, βάση … Dictionary of Greek
ακρογωνιαίος — ακρογωνιαίος, α, ο και ακρόγωνος, η, ο 1. η πέτρα που βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται δυο πλευρές της οικοδομής, το αγκωνάρι: Οι ακρογωνιαίες πέτρες ήταν διαλεγμένες μία μία. 2. βασικός, θεμελιώδης: Ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)